μονοπωλώ
Προφορά
Ετυμολογία
μονοπωλώ μεταγενέστερη ελληνική μονοπωλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μονοπωλώ -είς, -εί
✦ πουλώ κατ’ αποκλειστικότητα
✦ (μτφ. ) εμφανίζομαι ως ο μόνος κάτοχος μιας ιδιότητας, μιας αρετής: κανείς δεν έχει δικαίωμα να μονοπωλεί τον πατριωτισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–