μονοπωλιακός


μονοπωλιακός
Προφορά

Ετυμολογία
μονοπωλιακός μονοπώλιον

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονοπωλιακός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται σε μονοπώλια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
μονοπωλιακά (Κ μονοπωλιακώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.