μονοπυρήνωση


μονοπυρήνωση
Προφορά

Ετυμολογία
μονοπυρήνωση μονοπύρηνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μονοπυρήνωση

(ιατρ.) πάθηση που χαρακτηρίζεται από αύξηση του αριθμού των μονοπύρηνων λευκοκυττάρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.