μονοπαραταξιακός
Προφορά
Ετυμολογία
μονοπαραταξιακός μόνος + παραταξιακός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μονοπαραταξιακός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος σε μία μόνο παράταξη ή που αποτελείται από μέλη που ανήκουν σε μία παράταξη πολιτική, συνδικαλιστική κτλ.: επιβοηθήθηκαν από δικαστικές παρεμβάσεις και λύσεις που οδήγησαν σε μονοπαραταξιακές διοικήσεις (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–