μονοξείδιο


μονοξείδιο
Προφορά

Ετυμολογία
μονοξείδιο μόνος + οξείδιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μονοξείδιο

✦ (χημ.) ένωση στοιχείου με ένα άτομο οξυγόνου: μονοξείδιο του άνθρακος – του αζώτου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.