μονομαχία


μονομαχία
Προφορά

Ετυμολογία
μονομαχία αρχαία ελληνική μονομαχία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μονομαχία

✦ μάχη ανάμεσα σε δύο άτομα ή δύο ομάδες: μονομαχία πυροβολικού
✦ (ειδ.) η ένοπλη αναμέτρηση δύο ατόμων έπειτα από κοινή συναίνεση, για λόγους τιμής
✦ (γεν.) οποιοσδήποτε ανταγωνισμός μεταξύ δύο αντιπάλων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.