μονομάχος


μονομάχος
Προφορά

Ετυμολογία
μονομάχος αρχαία ελληνική μονομάχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μονομάχος

✦ ο μαχόμενος μόνος εναντίον άλλου, επίσης μόνου
✦ (στην αρχαία Ρώμη) αιχμάλωτος, δούλος ή κατάδικος που μαχόταν σε θέατρο με ανθρώπους ή θηρία για ευχαρίστηση των θεατών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.