μονομάτης


μονομάτης
Προφορά

Ετυμολογία
μονομάτης μόνος + μάτι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μονομάτης

✦ αυτός που εκ φύσεως έχει ένα μόνο μάτι
✦ ο τυφλός κατά το ένα μάτι: τι μάτια λέω; που ήταν μονομάτης (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.