μονολιθικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
μονολιθικότητα μονολιθικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μονολιθικότητα
✦ (μτφ. ) η ιδιότητα του μονολιθικού, αυτού που χαρακτηρίζεται από αδυναμία να παρεκκλίνει από δόγμα, απόψεις κτλ.: κατάρρευση της μονολιθικότητας και του αλάθητου (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–