μονολιθικότητα


μονολιθικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
μονολιθικότητα μονολιθικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μονολιθικότητα

(μτφ. ) η ιδιότητα του μονολιθικού, αυτού που χαρακτηρίζεται από αδυναμία να παρεκκλίνει από δόγμα, απόψεις κτλ.: κατάρρευση της μονολιθικότητας και του αλάθητου (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.