μονολεκτικός


μονολεκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
μονολεκτικός μόνος + λέξη

Ερμηνεία
μονολεκτικός

✦ κ. μονολεχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτικός, -ή, -όν) ο αποτελούμενος από μία λέξη, που εκφράζεται με μία λέξη

Συνώνυμα

Αντίθετα
περιφραστικός
Επιρρήματα
μονολεκτικά κ.μονολεχτικά (Κ μονολεκτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.