μονοκόμματος


μονοκόμματος
Προφορά

Ετυμολογία
μονοκόμματος μόνος + κομμάτι

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονοκόμματος -η, -ο

✦ ο αποτελούμενος από ένα μόνο κομμάτι
✦ (για πρόσ.) άκαμπτος
✦ (συνεκδ.) ίσιος, ακέραιος, ντόμπρος

Συνώνυμα

Αντίθετα
μονοκόμματα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.