μονοκοτυλήδονος


μονοκοτυλήδονος
Προφορά

Ετυμολογία
μονοκοτυλήδονος μόνος + κοτυληδών -κοτύλη

Ερμηνεία
μονοκοτυλήδονος

✦ -η, -ο κ. μονοκότυλος, -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) (για φυτά) που έχει μια μόνο κοτυληδόνα στο σπέρμα του

Συνώνυμα

Αντίθετα
δικοτυλήδονος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.