μονοκοντυλιά
Προφορά
Ετυμολογία
μονοκοντυλιά μόνος + κοντύλι
Ερμηνεία
μονοκοντυλιά
✦ η γραφή λέξης, φράσης κτλ. με αδιάκοπη κίνηση της γραφίδας
✦ (μτφ. φρ.) με μια μονοκοντυλιά, γρήγορα, χωρίς μελέτη, χωρίς πολλές διαδικασίες: τους διέγραψε όλους, με μια μονοκοντυλιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–