μονοκομματικός


μονοκομματικός
Προφορά

Ετυμολογία
μονοκομματικός μόνος + κομματικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονοκομματικός -ή, -ό

✦ ο χαρακτηριζόμενος από την ύπαρξη ή τη συμμετοχή ενός μόνον πολιτικού κόμματος

Συνώνυμα

Αντίθετα
πολυκομματικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.