μονοκαλλιέργεια


μονοκαλλιέργεια
Προφορά

Ετυμολογία
μονοκαλλιέργεια μόνος + καλλιέργεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μονοκαλλιέργεια

✦ σύστημα εκμεταλλεύσεως του εδάφους με την καλλιέργεια ενός και μόνο προϊόντος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.