μονοιασμένος
Προφορά
Ετυμολογία
μονοιασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του μονοιάζω
Ερμηνεία
μονοιασμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αρμονικός, αγαπημένος: να ζήσετε μονοιασμένοι από δω και μετά – οι Έλληνες μονοιασμένοι μεγαλουργούν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μονοιασμένα, με ομόνοια, με αγάπη