μονοθεσίτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
μονοθεσίτισσα μονοθεσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μονοθεσίτισσα
✦ θηλ. μονοθεσίτισσα ο κάτοχος μιας μόνο θέσης σε δημόσιο ή άλλο οργανισμό, σε αντιδιαστολή προς τον πολυθεσίτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–