μονοθελητισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μονοθελητισμός μονοθελήτες + κατάλ. -ισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μονοθελητισμός
✦ θρησκευτικής αιρετική διδασκαλία η οποία διαμορφώθηκε κατά τον 7ο αι. και υποστήριζε ότι ο Ιησούς Χριστός έχει μία μόνο θέληση και ενέργεια, τη θεϊκή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–