μονοθέσιος
Προφορά
Ετυμολογία
μονοθέσιος μόνος + θέση
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μονοθέσιος -α, -ο
✦ για σχολείο στο οποίο έχει οριστεί να υπηρετεί ένας μόνος δάσκαλος: μονοθέσιο δημοτικό σχολείο
✦ που έχει ένα μόνο κάθισμα: μονοθέσιο αεροπλάνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–