μονιάς


μονιάς
Προφορά

Ετυμολογία
μονιάς μονιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μονιάς

✦ λύκος ή άλλο αγρίμι που μένει πάντα στην ίδια φωλιά: κι όπου φωλιάζει μονιάς αϊτός (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.