μονεταρισμός


μονεταρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μονεταρισμός └αγγλ┘monetarism

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μονεταρισμός

✦ οικονομική θεωρία και πολιτική κατά την οποία, για τη σταθεροποίηση της οικονομίας μιας χώρας, επιβάλλεται ο έλεγχος της ποσότητας των διαθεσίμων χρημάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.