μοναχοφάισσα


μοναχοφάισσα
Προφορά

Ετυμολογία
μοναχοφάισσα μοναχός + θ. του αορ. έφαγα του τρώγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μοναχοφάισσα

✦ θηλ. μοναχοφάισσα αυτός που θέλει να απολαμβάνει τα πάντα μόνος του, αυτός που δεν θέλει να μοιραστεί κάτι με άλλους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.