μοναχά


μοναχά
Προφορά

Ετυμολογία
μοναχά μεσαιωνική ελληνική μοναχά

Ερμηνεία
μοναχά

✦ κ. μοναχά επίρρ. μόνο: δούλεψε μονάχα δυο ώρες
✦ με τον όρο, φτάνει να μη: παίξτε όσο θέλετε, μονάχα μη φωνάζετε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.