μοναστικός


μοναστικός
Προφορά

Ετυμολογία
μοναστικός μοναστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ μοναστικός -ή, -ό

✦ ο χαρακτηριστικός των μοναστών, καλογερίστικος: μοναστική ζωή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.