μοναστηρίσιος
Προφορά
Ετυμολογία
μοναστηρίσιος μοναστήριον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μοναστηρίσιος -ια, -ιο
✦ μοναστηριακός
✦ ο χαρακτηριστικός του μοναστηριού, που ταιριάζει σε μοναστήρι: τα σχολίαζα ένα προς ένα με λεπτολογία μοναστηρίσια (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–