μονήρης


μονήρης
Προφορά

Ετυμολογία
μονήρης αρχαία ελληνική μονήρης

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονήρης -ης, -ες

✦ απομονωμένος, μοναχικός: μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά (Κ. Καβάφης)
✦ που ζει στη μοναξιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.