μονέδα


μονέδα
Προφορά

Ετυμολογία
μονέδα μεσαιωνική ελληνική μονέδα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μονέδα

✦ νόμισμα: σπαρτιατική μονέδα, φτιαγμένη για να κυκλοφορεί δύσκολα (Γ. Σεφέρης) – σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια στην κάσα ενός φιλάργυρου (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. κόβει μονέδα, έχει εξασφαλισμένα σημαντικά κέρδη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.