μονάχος


μονάχος
Προφορά

Ετυμολογία
μονάχος αρχαία ελληνική μοναχός

Ερμηνεία
μονάχος

✦ -ή, -ό κ. μονάχος, -η, -ο επίθ. μόνος: μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή (Διον. Σολωμός) – κι εγώ το δρόμο πάω μονάχος (Ι. Ζερβός)
✦ ο χωριστά από τους άλλους, μεμονωμένος
✦ αυτόβουλος: μονάχος μου το αποφάσισα
✦ (ως επιτατ.) γνήσιος, ο καθαυτό
✦ φρ. σκυλί μονάχο, πολύ σκληρός ή ανθεκτικός – σπίρτο μονάχο, πανέξυπνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.