μιτάρι
Προφορά
Ετυμολογία
μιτάρι μεταγενέστερη ελληνική μιτάριον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού μίτος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μιτάρι
✦ εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο μετακινούνται τα νήματα του στημονιού για να περνάει η σαΐτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–