μισοφωτισμένος


μισοφωτισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
μισοφωτισμένος μισός + φωτισμένος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μισοφωτισμένος -η, -ο

✦ που φωτίζεται αμυδρά, με λιγοστό φως: μέσα σε μια μισοφωτισμένη βιβλιοθήκη με πολύτιμα χαλιά (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.