μισοσβήνω


μισοσβήνω
Προφορά

Ετυμολογία
μισοσβήνω μισός + σβήνω

Ερμηνεία
ρήμα μισοσβήνω

✦ σβήνω κατά το ήμισυ: η φωτιά στο τζάκι είχε μισοσβήσει
(μτφ. ) εξασθενώ
✦ μτχ. παθ. πρκμ. μισοσβησμένος, -η, -ο ως επίθ. εξασθενημένος: του απάντησε με μισοσβησμένη φωνή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.