μισοερειπωμένος
Προφορά
Ετυμολογία
μισοερειπωμένος μισός + ερειπωμένος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μισοερειπωμένος -η, -ο
✦ αυτός που έχει κατά το ήμισυ ερειπωθεί, που έχει κατά το ήμισυ μεταβληθεί σε ερείπια: μισοερειπωμένα τα ορεινά χωριά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–