μισακός


μισακός
Προφορά

Ετυμολογία
μισακός μισός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μισακός -ή, -ό

✦ που ανήκει σε δύο πρόσωπα, μισός μισός: έχουνε το χτήμα μισιακό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
μισ(ι)ακά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.