μιραμπό


μιραμπό
Προφορά

Ετυμολογία
μιραμπό λ. γαλλικά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μιραμπό

✦ είδος ημίσκληρου ανδρικού καπέλου της παλιάς εποχής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.