μινιμαλισμός


μινιμαλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μινιμαλισμός └αγγλ┘minimalism – └γαλλ┘ minimalisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μινιμαλισμός

✦ τεχνοτροπία ή τεχνική στη μουσική και το σχέδιο που χαρακτηρίζεται από τη χρήση λίγων και απλών στοιχείων· ά. μίνιμαλ αρτ
✦ περιορισμός των κυβερνητικών λειτουργιών και παρεμβάσεων στο ελάχιστο
✦ (γεν.) συμπεριφορά, τακτική κτλ. που χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη του ελάχιστου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.