μιναδόρος


μιναδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
μιναδόρος └βενετ┘ minadore

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μιναδόρος

✦ εργάτης ειδικός στο να σκάβει και να ανοίγει υπονόμους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.