μινάρω


μινάρω
Προφορά

Ετυμολογία
μινάρω └ιταλ┘minare

Ερμηνεία
ρήμα μινάρω

✦ ανοίγω υπόνομο
✦ ετοιμάζω υπόνομο για έκρηξη
(μτφ. ) ραδιουργώ εναντίον κάποιου, επιδιώκω την καταστροφή του με κρυφά και ύπουλα μέσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.