μιμικός
Προφορά
Ετυμολογία
μιμικός μεταγενέστερη ελληνική μιμικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μιμικός -ή, -ό
✦ ο των μίμων
✦ θηλ. η μιμική ως ουσ., η τέχνη της έκφρασης συναισθημάτων ή σκέψεων με μορφασμούς, χειρονομίες κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–