μιμητισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μιμητισμός μιμητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μιμητισμός
✦ η μιμητικότητα (βλ. λ.)
✦ (βιολ.) η ιδιότητα πολλών ζωντανών οργανισμών να μιμούνται το σχήμα ή το χρώμα άλλων μορφών και ιδ. το χρώμα του εδάφους όπου ζουν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–