μιλιταρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μιλιταρισμός └γαλλ┘ militarisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μιλιταρισμός
✦ η διακυβέρνηση μιας χώρας (είτε φανερά, είτε παρασκηνιακά) από στρατιωτικούς
✦ η επικράτηση του στρατιωτικού πνεύματος στην πολιτική ζωή μιας χώρας
Συνώνυμα
στρατοκρατία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–