μιλιά
Προφορά
Ετυμολογία
μιλιά αρχαία ελληνική ὁμιλία (=συναναστροφή)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μιλιά
✦ ομιλία
✦ φρ. δε θέλω μιλιά, δε δέχομαι αντίρρηση
✦ ο τόνος της φωνής: η μιλιά σου βραχνή, θαμπό το βλέμμα (Διον. Σολωμός)
✦ (ως επίρρ.) μιλιά! σιωπή, σκασμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–