μιλι-
Προφορά
Ετυμολογία
μιλι- └λατιν┘ milli-
Ερμηνεία
μιλι-
✦ πρόθεμα που χρησιμοποιείται διεθνώς στο σύστημα μονάδων μέτρησης, και δηλώνει το ένα χιλιοστό της μονάδας μπροστά από την οποία τίθεται, μιλιγκράμ (ένα χιλιοστό του γραμμαρίου), μιλιμέτρ (ένα χιλιοστό του μέτρου) κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–