μιλημένος
Προφορά
Ετυμολογία
μιλημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος μιλώ
Ερμηνεία
μιλημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός στον οποίο έγιναν συστάσεις για κάποιο πρόσωπο ή υπόθεση, και ιδ. το πρόσωπο που αποδέχτηκε τις συστάσεις
✦ φρ. τα ‘χουνε μιλημένα, έχουν προσυνεννοηθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–