μικρόμετρο


μικρόμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
μικρόμετρο └αγγλ┘micrometer

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μικρόμετρο

✦ όργανο για τη μέτρηση πολύ μικρών αντικειμένων ή διαφορών ανάμεσα σε μεγέθη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.