μικρόκοσμος


μικρόκοσμος
Προφορά

Ετυμολογία
μικρόκοσμος μεταγενέστερη ελληνική μικρόκοσμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μικρόκοσμος

✦ ο άνθρωπος ως μικρογραφία του σύμπαντος
✦ το σύνολο των μικρών παιδιών
✦ κοινότητα ή άλλη σύνθετη ενότητα θεωρούμενη ως μικρογραφία του κόσμου: το δυσκολότερο άθλημα είναι η συνύπαρξη και η συμπόρευση – τόσο στον μικρόκοσμο του ζευγαριού και της οικογένειας, όσο και στον μεγάκοσμο της κοινωνίας και της διεθνούς κοινότητας (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα
παιδόκοσμος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.