μικρόκοκκος


μικρόκοκκος
Προφορά

Ετυμολογία
μικρόκοκκος μικρός + κόκκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μικρόκοκκος

✦ μικρός κόκκος
✦ (μικροβιολ.) κοκκοειδές βακτηρίδιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.