μικροψία
Προφορά
Ετυμολογία
μικροψία μικρός + μέλλ. ὄψομαι του αρχαίου ελληνικού ρ. ὁρῶ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μικροψία
✦ (ιατρ.) διαταραχή της οράσεως κατά την οποία τα αντικείμενα φαίνονται στον πάσχοντα μικρότερα από το φυσικό τους μέγεθος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–