μικροψία


μικροψία
Προφορά

Ετυμολογία
μικροψία μικρός + μέλλ. ὄψομαι του αρχαίου ελληνικού ρ. ὁρῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μικροψία

(ιατρ.) διαταραχή της οράσεως κατά την οποία τα αντικείμενα φαίνονται στον πάσχοντα μικρότερα από το φυσικό τους μέγεθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.