μικροφάγα


μικροφάγα
Προφορά

Ετυμολογία
μικροφάγα πληθ. └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. μικροφάγος

Ερμηνεία
μικροφάγα

✦ ουσ. (μικροβιολ.) τα λευκά αιμοσφαίρια (επειδή καταστρέφουν τα μικρόβια)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.