μικροπρέπεια
Προφορά
Ετυμολογία
μικροπρέπεια αρχαία ελληνική μικροπρέπεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μικροπρέπεια
✦ η ιδιότητα του μικροπρεπούς, η ευτέλεια του χαρακτήρα
✦ συμπεριφορά μικροπρεπής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μεγαλοπρέπεια, αξιοπρέπεια
Επιρρήματα
–