μικροπολιτική
Προφορά
Ετυμολογία
μικροπολιτική └θηλ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. μικροπολιτικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μικροπολιτική
✦ ασχολία πολιτικού με θέματα ασήμαντα και ιδ. με εξυπηρετήσεις των εκλογέων του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–